ηλέκτρινος

ηλέκτρινος
ίνη , ον янтарный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηλέκτρινος" в других словарях:

  • ἠλέκτρινος — made of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • ἠλέκτρινον — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc sg ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνου — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνους — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνῳ — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλέκτρινα — ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρούς — ἠλεκτροῡς, oῡv (Α) πάπ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από ήλεκτρο, ηλέκτρινος («δακτυλίδιον ἠλεκτροῡν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο, κατά τα αργυρ ούς, χρυσ ούς] …   Dictionary of Greek

  • ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ — ( ) NBH 1 0649 Chronological Sequence: 8c ա. ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ կամ ԻԼԵՔՏՌԵՂԷՆ. ἡλεκτρίνος eletrinus Որ ինչ է յելեկտրոնէ. ... *Կերպաւորութիւնս մարդկեղէնս դնեն նմա, կամ հրեղէնս, կամ իլեքտռեղէնս. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»